- καρδιαγγειακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (α. «καρδιαγγειακό σύστημα» β. «καρδιαγγειακές παθήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cardiovascular < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + vascular «αγγειακός» (< λατ. vasculum «αγγείο»)].
Dictionary of Greek. 2013.